- βαλάνου
- βάλανοςacornfem gen sgβαλανόωfasten with apres imperat act 2nd sgβαλανόωfasten with aimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CUSPIS — proprie hastae ferrum, Graece αἰχμὴ, item ςτυράκιον, in una parte acutum, cui hastile vel hastae lignum immissum erat. Hant in occludendis foribus βαλάνου vicem aliquando usumque praebuisse, scribit alicubi Thucydides laudatus Polluci. Ο῾ δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
στεφάνη — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (567 κάτ., υψόμ. 20 μ.) στην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Φιλιππιάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ., 567 κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
OBICES ferrati portarum — apud Amm. Marcellin. l. 21. qui Graecis σεσιδηρωμένοι μοχλοὶ, iidem sunt cum claustris, quae foribus praeducta dicit Germanicus, in paraphrasi Arati, ubi de sidere Cassiopeae, Qualis ferratos obicit clavicula dentes, Succutit et foribus praeducti … Hofmann J. Lexicon universale
PESSULUS — Graece πάσσαλος, quam vocem ἀπὸ τῶ πεσσῶι nonnulli infeliciter deducunt: nihil enim πεσσοὶ muliebres commune habent cum pessulo, voce eâ Graecâ a similitudine πεσσῶν fictâ. Sunt autem πεσσοὶ saxeae pilae partim rotundae, partim quadratae, sed ut… … Hofmann J. Lexicon universale
REPAGULA Januarum — in Glossis κόρακες, hesychio κρῖκοι κεράτινοι, circuli cornei vel aerei erant, qui foribus adfigebantur ad eas adducendas, quibusque solebant fores percuti, ut hodieque moris est. Proprie vero pessuli sic dicti sunt et obices, quibus fores intus… … Hofmann J. Lexicon universale
βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… … Dictionary of Greek
ερυθροπλακία — η πάθηση τών βλεννογόνων τού στόματος, τής γλώσσας και τής βαλάνου τού αιδοίου η οποία εκδηλώνεται με μορφή ερυθρών στιλπνών πλακών που εξελίσσονται σε επιθηλίωμα … Dictionary of Greek
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία … Dictionary of Greek
τρύπημα — ήματος, το, ΝΜΑ [τρυπῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού τρυπώ, διάνοιξη οπής 2. τσίμπημα με αιχμηρό όργανο ή αντικείμενο, κεντηματιά («τρύπημα από αγκάθι») αρχ. 1. οπή, τρύπα 2. η οπή τής βελόνας, τρυμαλιά 3. (σχετικά με πλοίο) η κοιλότητα όπου… … Dictionary of Greek